- πυρώνω
- πυρώνω, πύρωσα βλ. πίν. 3
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
πυρώνω — πυρῶ, όω, ΝΜΑ [πῡρ] 1. πυρακτώνω 2. ζεσταίνω, θερμαίνω κάτι στη φωτιά νεοελλ. 1. (αμτβ.) α) (για πράγμα) πυρακτώνομαι («πύρωσε το σίδερο») β) (για πρόσ. και πράγμα) ζεσταίνομαι πολύ, κορώνω («καθόμουν πολύ ώρα δίπλα στο τζάκι και πύρωσα») γ) μτφ … Dictionary of Greek
πυρώνω — πύρωσα, πυρώθηκα, πυρωμένος 1. μτβ., κάνω κάτι να κοκκινίσει από φωτιά, πυρακτώνω. 2. μτφ., κάνω κάτι να φαίνεται σαν πυρωμένο, του δίνω το κόκκινο χρώμα της φωτιάς: O ήλιος πύρωνε τη θάλασσα. 3. ζεσταίνω κάτι, θερμαίνω: Πύρωνε τα χέρια στη φωτιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιπυριώ — ἐπιπυρειῶ, άω (Α) [πυριώ] 1. θερμαίνω, πυρώνω επί πλέον 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιτυφῶσαι, ἐπιπυριῶσαι» … Dictionary of Greek
επιφλέγω — ἐπιφλέγω (Α) [φλέγω] 1. κατακαίω, πυρπολώ («πῡρ... ἐπιφλέγει ἄσπετον ὕλην», Ομ. Ιλ.) 2. θερμαίνω, φλέγω, πυρώνω 3. μτφ. εξάπτω, παροτρύνω, προτρέπω («σάλπιγξ δ’ ἀϋτῇ πάντ’ ἐκεῑν’ ἐπέφλεγεν», Αισχύλ.) 4. ανάβω, εξάπτω από έρωτα («Λαΐς ἐπιφλέγει… … Dictionary of Greek
κέραμος — I Αρχαία δωρική πόλη της Μικράς Ασίας, στη βόρεια ακτή του Κεράτιου κόλπου. Ο Στράβων τη χαρακτηρίζει «πολίχνιον», ο Πτολεμαίος «πολίχνη» της Δωρίδας και ο Παυσανίας πατρίδα του Ολυμπιονίκη, Πολίτη. Η πόλη, που φαίνεται ότι καταστράφηκε από… … Dictionary of Greek
καταφλέγω — (AM καταφλέγω) (επιτ. τού φλέγω) 1. καταστρέφω με φωτιά, αποτεφρώνω, πυρπολώ 2. μτφ. (για σφοδρά πάθη) κατακαίω, φλογίζω («τόν καταφλέγει ο έρωτας») μσν. 1. καταδικάζω, τιμωρώ 2. πυρώνω μσν. αρχ. προκαλώ καυστικό πόνο, τσούζω αρχ. μτφ.… … Dictionary of Greek
καψαλίζω — 1. καίω ελαφρά την επιφάνεια ενός αντικειμένου, τό τσουρουφλίζω («να καψαλίσεις την κότα καλά») 2. (για ταριχευμένα ψάρια) ψήνω ελαφρά στη φωτιά για αφαίρεση τού δέρματος («καψαλίζω ρέγγα») 3. (για κομμάτια ψωμιού) πυρώνω ελαφρά μέχρι να… … Dictionary of Greek
πυριώνω — Ν βλ. πυρώνω … Dictionary of Greek
πυρώ — (I) έω, Μ [πῡρ] 1. βάζω φωτιά, ανάβω 2. (αμτβ.) μτφ. οργίζομαι. (II) όω, ΜΑ βλ. πυρώνω … Dictionary of Greek
πύρα — η, ΝΜ μτφ. το ερωτικό πάθος («κι ἀπὸ τὴν πύραν τὴν πολλὴν ὁ νοῡς της ἐσκορπᾱτον», Διγεν. Ακρ.) νεοελλ. 1. η ακτινοβολία τής θερμότητας τής φωτιάς, πυράδα 2. φλόγωση ασθενούς μέλους τού σώματος ή ερεθισμός πληγής 3. η θερμότητα που οφείλεται στον… … Dictionary of Greek